-
1 προσδοξάζω
2 import into judgement an element additional to sense-impression, Epicur.Ep.1pp.12,19 U.([voice] Pass.). Nat.10 G.3 imagine further or besides,προσεδοξάσθη περὶ τῆς θαλάττης ταύτης πολλὰ ψεύδη Str.11.7.4
;τὸ -δοξαζόμενον τοῖς ὀνόμασι Gal.10.84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδοξάζω
См. также в других словарях:
προσδοξάζω — Α 1. προσθέτω κάτι σε μία γνώμη («τὸ οὖν προσλαβεῑν λόγον τῇ ὀρθῇ δόξῃ τί ἂν ἔτι εἴη; εί μὲν γὰρ προσδοξάσαι λέγει ᾗ διαφέρει τι τῶν ἄλλων», Πλάτ.) 2. εισάγω σε μια κρίση ένα πρόσθετο στοιχείο για να προκαλέσω συναισθηματικές εντυπώσεις 3. νομίζω … Dictionary of Greek